- θυγατέρι
- θυγάτηρdaughterfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
θυγατέρ' — θυγατέρα , θυγάτηρ daughter fem acc sg θυγατέρι , θυγάτηρ daughter fem dat sg θυγατέρε , θυγάτηρ daughter fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)